- θεμελιουμένη
- θεμελιόωto lay the foundation of: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
θεμελιουμένη — θεμελιόω to lay the foundation of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek